- πρακτικήν
- πρακτικόςfit forfem acc sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
THERAPEUTAE — nomen Sectae, apud Iudaeos, quos etiam Θεορητικοὺς vocat Philo, et ab Essenis, qui vitam activam exercebant, distinguit de Vita Contempl. Unde Photius, ΑνεγνώςθηϚαν τῶ παρὰ Ιοὐδαίοις φιλοσοφησάντων τὴν τε Θεωρητικην` καὶ τὴν πρακτικην` φιλοσοφίαν … Hofmann J. Lexicon universale
πρακτικός — ἡ, ὁ / πρακτικός, ἡ, όν, ΝΜΑ, και πραχτικός Ν [πρακτός] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην πράξη, στην πείρα, εμπειρικός (α. «πρακτική αριθμητική» β. «πρακτικές γνώσεις» γ. «πρακτική λύση» δ. «πρακτικός βίος» ενεργητικός βίος, Αριστοτ. ε.… … Dictionary of Greek